- εθναρχία
- η (AM ἐθναρχία) [εθνάρχης]νεοελλ.1. το αξίωμα τού εθνάρχη2. η έδρα τού εθνάρχη3. το συμβούλιο που τον περιστοιχίζει(αρχ.- μσν.) χώρα που διοικείται από εθνάρχη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐθναρχία — ἐθναρχίᾱ , ἐθναρχία office of ethnarch fem nom/voc/acc dual ἐθναρχίᾱ , ἐθναρχία office of ethnarch fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθναρχία — η 1. το αξίωμα του εθνάρχη. 2. η πνευματική και πολιτική ηγεσία του εθνάρχη. 3. το συμβούλιο του εθνάρχη για εθνικά θέματα: Εθναρχία Κύπρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐθναρχίας — ἐθναρχίᾱς , ἐθναρχία office of ethnarch fem acc pl ἐθναρχίᾱς , ἐθναρχία office of ethnarch fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχίαι — ἐθναρχίᾱͅ , ἐθναρχία office of ethnarch fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχίαν — ἐθναρχίᾱν , ἐθναρχία office of ethnarch fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχιῶν — ἐθναρχία office of ethnarch fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθναρχίαις — ἐθναρχία office of ethnarch fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθναρχικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εθνάρχη ή την εθναρχία: Εθναρχικό συμβούλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)